άγραφος

άγραφος
άγραφος, -η, -ο και άγραφτος, -η, -ο
1. εκείνος που δεν είναι γραμμένος: Του έδωσε ένα άγραφο χαρτί.
2. αυτός που δεν έχει γράψει: Έχω ακόμη άγραφα τα μαθηματικά μου.
3. απροσδόκητος: Αυτό είναι απ' τ' άγραφα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἄγραφος — unwritten masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγραφος — η, ο (Α ἄγραφος, ον) [γράφω] 1. αυτός που δεν γράφηκε, που δεν διατυπώθηκε ή δεν δηλώθηκε εγγράφως, άγραπτος, άγραφτος 2. αυτός που δεν καταγράφηκε σε κατάλογο ή σε πίνακα, ακατάγραφος, ακαταχώριστος, αδήλωτος 3. αυτός πάνω στον οποίο δεν έχει… …   Dictionary of Greek

  • τερ(ρ)αγράφος — ο, Ν εικονομετρογράφος μηχανικής προβολής …   Dictionary of Greek

  • ἀγράφως — ἄγραφος unwritten adverbial ἄγραφος unwritten masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄγραφον — ἄγραφος unwritten masc/fem acc sg ἄγραφος unwritten neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγράφοις — ἄγραφος unwritten masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγράφου — ἄγραφος unwritten masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγράφους — ἄγραφος unwritten masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγράφων — ἄγραφος unwritten masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγράφῳ — ἄγραφος unwritten masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”